χαλκικός

χαλκικός
-ή, -όν, Α [χαλκός]
ο αποτελούμενος από χάλκινο νόμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλκικοῖς — χαλκικός in copper coin masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκικοῦ — χαλκικός in copper coin masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”